- Νάρυξ
- Νάρυξmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νάρυξ — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη του Ευβοϊκού κόλπου, πατρίδα του Αίαντα του Οιλέα. Λεγόταν και Νάρυκος. 2. Πόλη της Μεγάλης Ελλάδας στη χώρα των Βρουττίων Λοκρών, τη σημερινή Καλαβρία. Είχε χτιστεί από αποίκους της πόλης αυτής, και από … Dictionary of Greek
Νάρυκα — Νάρυξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάρυκος — Νάρυξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NARYCIA — Ferrario urbs Magnae Graeciae, aliis Narycium oppid. Locrorum vetustissiumum, unde Aiax Oileus. Stephanus Ναρυξ πόλις Λοκρίδος. Ovid. Met. l. 15. v. 704 Dextra proerupta Ceraunia parte Romechiumque legit, Caulonaque, Naryciamque. Abundat autem… … Hofmann J. Lexicon universale
Επικνημίδιοι — Προσωνύμιο των Λοκρών που διέμεναν στην Κνημίδα, ψηλό βουνό απέναντι από την Εύβοια. Υποκνημίδιοι ονομάζονταν όσοι ζούσαν στις υπώρειες του βουνού και στα πεδινά σημεία. Σημαντικές πόλεις τους ήταν οι Κνημίδες, απέναντι ακριβώς από το Κηναίον… … Dictionary of Greek